ζητοῦνται

ζητοῦνται
ζητέω
seek
pres ind mp 3rd pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανίσωση — Μαθηματικός όρος που αναφέρεται σε μια ανισότητα που έχει μία ή περισσότερες μεταβλητές.Ας είναι f, g δύο τυχαίες πραγματικές συναρτήσεις μιας πραγματικής μεταβλητής με κοινό πεδίο ορισμού τους I (ένα υποσύνολο του συνόλου των πραγματικών… …   Dictionary of Greek

  • εξίσωση — Κάθε προτασιακός τύπος της μορφής φ(x) = ψ(x), όπου φ και ψ συμβολίζουν συναρτήσεις της αυτής μεταβλητής x, ενώ οι τιμές τους ανήκουν στο ίδιο σύνολο, έστω Σ. Το σύμβολο x ονομάζεται: ο άγνωστος της ε. Αν Ε είναι το σύνολο που διατρέχει η… …   Dictionary of Greek

  • Nassos Kedrakas — Nasos or Nassos Kedrakas Νάσος Κεδράκας Born November 21, 1915 Trikala Died August 25, 1981 Greece Occupation actor Athanasios (Nassos) Kedrakas (Greek: Νάσος Κεδράκας, November 21, 1915, Trikala August 25, 1981) was a Gre …   Wikipedia

  • απογραφή — Στατιστική εργασία με τη βοήθεια της οποίας υπολογίζεται περιοδικά και ταυτόχρονα ο αριθμός των κατοίκων μιας περιοχής και η βιολογική (ηλικία, φύλο) και κοινωνική (ιθαγένεια, γλώσσα, εκπαίδευση, θρησκεία, οικονομική και επαγγελματική κατηγορία)… …   Dictionary of Greek

  • εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… …   Dictionary of Greek

  • ερώτηση — η (AM ἐρώτησις) [ερωτώ] 1. η πρόταση που εκφράζει απορία και με την οποία ζητούνται πληροφορίες («ἐρωτήσεως γὰρ ἔτι ἡ ἀπόκρισις ἡμῑν δεῑται», Πλάτ.) 2. η πρόταση που απευθύνεται σε κάποιον για εξεταστικό σκοπό νεοελλ. 1. το ζήτημα για το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ζήτηση — Η ποσότητα ενός αγαθού που μπορεί να βρει αγοραστή. Ειδικά, ατομική ζ. ενός αγαθού είναι η ποσότητα του αγαθού που έχει διάθεση να αποκτήσει ο καταναλωτής σε μια δεδομένη τιμή. Η ζ. μπορεί να επηρεαστεί από διάφορους συντελεστές. Ένας είναι η… …   Dictionary of Greek

  • ναυλαγορά — η το σύστημα διαμόρφωσης τών συνθηκών για τις ναυλώσεις πλοίων και καθορισμού τών τιμών τών ναύλων 2. ο τόπος όπου γίνεται προσφορά και ζήτηση ναύλων, όπου δηλαδή προσφέρονται και ζητούνται φορτία ή επιβάτες για μεταφορά με εμπορικά πλοία.… …   Dictionary of Greek

  • παράμετρος — (Μαθημ.). Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά και σημαίνει ένα μεταβλητό δεδομένο προβλήματος. Ας περιοριστούμε στη στοιχειώδη (κλασική) άλγεβρα για να δώσουμε ένα παράδειγμα: ζητούνται δυο (μιγαδικοί, γενικά) αριθμοί με άθροισμα τον α και με… …   Dictionary of Greek

  • σαραφλίκι — το, Ν 1. το έργο και το επάγγελμα τού σαράφη 2. το κέρδος που απομένει στον σαράφη από την ανταλλαγή νομισμάτων 3. μτφ. α) φιλονικία, διένεξη για ασήμαντο χρηματικό ποσό β) προσπάθεια για την απόκτηση επί πλέον χρηματικού κέρδους ή η προσπάθεια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”